Έθιμα των Φώτων: οι "Φατμάδες"
Την παραμονή των Φώτων ομάδες νεαρών ανδρών του χωριού τα λεγόμενα -μπουλούκια- με μαύρες κάπες, μεγάλα κουδούνια και μαγκούρες, γύριζαν στο χωριό λέγοντας τα κάλαντα των Φώτων.
Ανάμεσά τους ένας ήταν ντυμένος γαμπρός ένας νύφη και ένας γιατρός. Τα κουδούνια δεμένα στη μέση δεν σταμάταγαν να χτυπάνε αποσκοπώντας να διώξουν τα καλικαντζάρια. Οι Φατμάδες, του Στεφανοβικείου πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και ο γιατρός εξετάζει τα χοιρινά λουκάνικα αν ήταν έτοιμα να φαγωθούν λέγοντας παράλληλα και τα κάλαντα στους νοικοκύρηδες.
Πολλές φορές πήγαιναν και στα διπλανά χωριά. Ο νοικοκύρης του σπιτιού τους "κέρναγε" αλεύρι, σιτάρι, αυγά, λουκάνικα, χρήματα κ.α..
Για να τα μεταφέρουν είχαν ένα ντορβά και ένα γαϊδουράκι που κουβαλούσε όλα τα κεράσματα.
Τα κάλαντα τους ήταν με παραλλαγές ανάλογα με τους οικοδεσπότες. Ξεκινούσαν με το: «ξαφεντικό ξαβγήκαμε ξαφεντικό θα πάμε…» και εν συνεχεία σειρά είχε ο άντρας του σπιτιού («σε αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μην ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει»). Έπειτα η γυναίκα («κυρά μου όταν στολίζεσαι να πας στον αγιασμό σου…») και ακολουθούσαν τα παιδιά του σπιτιού κατά ηλικιακή σειρά («ένα σπυρί σπυρόπουλο….)
Την ίδια μέρα υπήρχαν και δυο με τρείς παρέες που έκαναν την Αρκούδα και τον Αρκουδιάρη. Μεταμφιέζονταν ένας σε αρκούδα και ο άλλος σε αρκουδιάρη. Ο άνθρωπος αρκούδα ήταν γιγαντόσωμος, φορούσε μάσκα και προβιά, ενώ είχε και ένα περιλαίμιο από λεπτή αλυσίδα που το κρατούσε ο αρκουδιάρης. Ο αρκουδιάρης δεν ήταν μεταμφιεσμένος και στη μέση είχε κρεμασμένο το ντέφι . Φατμάδες και αρκουδιάρης αναστάτωναν το χωριό περιφερόμενοι από σπίτι σε σπίτι.
Ήθη και έθιμα του γάμου στο Στεφανοβίκειο
Μέχρι και το 1970 περίπου στο Στεφανοβίκειο οι περισσότεροι γάμοι τελούνταν σύμφωνα με τα παραδοσιακά έθιμα του χωριού. Δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου ο εθιμικός γάμος άρχισε να εγκαταλείπεται και σήμερα γίνονται μόνο τα στεφανώματα στην εκκλησία. Μερικά διαδικαστικά στοιχεία του παλαιού γάμου διατηρούνται ακόμα όταν το ζευγάρι είναι από το Στεφανοβίκειο αλλά κ’ αυτά τείνουν να εκλείψουν. Ο παραδοσιακός γάμος διαρκούσε σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα και η κάθε μέρα ήταν αφιερωμένη σε μία συγκεκριμένη διαδικασία.
Το προξενιό ήταν η διαδικασία μεσολάβησης ενός τρίτου ατόμου μεταξύ δύο οικογενειών με σκοπό τον γάμο των παιδιών τους. Κάποιος πήγαινε στο σπίτι της νύφης για να κάνει το προξενιό. Αν δέχονταν οι γονείς της, τότε οι γονείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και μιλούσαν για την προίκα.
Η προετοιμασία για όλους τους γάμους άρχιζε την Τρίτη. Το βράδυ της Τρίτης ο γαμπρός με κάποιους συγγενείς του πήγαινε σε τρία σπίτια το ένα από αυτά ήταν το σπίτι της νύφης για να πάρουν νερό από την τουλούμπα. Στο δρόμο τραγουδούσαν. Στα σπίτια που πήγαιναν να πάρουν νερό οι ένοικοι κρύβονταν στην αυλή τους και όταν τύχαινε να περάσει ο γαμπρός και οι συγγενείς του από μπροστά τους, τους έβρεχαν. Μετά όλοι μαζί πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού για να κοσκινίσουν το αλεύρι και να ζυμώσουν. Το ζύμωμα το έκανε μια ανύπαντρη κοπέλα και οι συγγενείς έριχναν στη σκάφη χρήματα. Τα χρήματα τα έπαιρνε η κοπέλα. Έθιμο ήταν ο γαμπρός να ρίχνει τη βέρα του στο αλεύρι και οι γύρω του να του ρίχνουν αλεύρι.
Για οκτώ μέρες ο γαμπρός δεν πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Επιτρέπονταν να πάει μόνο Τετάρτη και το Σάββατο, όπου γίνονταν ειδικές γιορτές. Αν περνούσε από το σπίτι τις επόμενες μέρες, οι συγγενείς της τον έβαφαν με κάρβουνο, «καρβούνης».
Το κάλεσμα στο γάμο γινόταν και από μέρος της νύφης και του γαμπρού. Ο γαμπρός και η νύφη έστελναν τους φίλους τους αντίστοιχα με τσίπουρο ή κρασί και προσκαλούσαν όλο το χωριό στον γάμο.
Την Τετάρτη το πρωί έφτιαχναν κουλούρες στο σπίτι του γαμπρού για τους κουμπάρους και τη νύφη. Την Τετάρτη λοιπόν είχαμε τους «κλουριάρηδες». Δηλαδή ο γαμπρός και κάποιοι συγγενείς του ( άντρες, γύρω στα πέντε άτομα). Πήγαιναν μία κουλούρα στον κουμπάρο ενώ τα πεθερικά πήγαιναν κουλούρα στη νύφη. Στην είσοδο του σπιτιού έκοβαν την κουλούρα ο πεθερός και η νύφη και όποιος έκοβε το μεγαλύτερο κομμάτι, αυτός είχε, υποτίθεται, και τη διοίκηση του σπιτιού.
Την Πέμπτη οι γυναίκες είχαν ετοιμασίες για την Παρασκευή λοιπόν, σχεδόν όλο το χωριό μαζευόταν όλο το χωριό για να δει την προίκα, ενώ οι φίλοι του γαμπρού, οι επονομαζόμενοι « βλάμηδες» ή «μπρατίμια» κάθονταν, έπιναν και τραγουδούσαν στο σπίτι της νύφης. Όταν πια όλοι τα είχαν δει, σηκώνονταν από το τραπέζι τα μπρατίμια και κουβαλούσαν σ’ ένα αυτοκίνητο την προίκα της νύφης, προσπαθούσαν να πάρουν και άλλα αντικείμενα από το σπίτι της νύφης, χωρίς να τους αντιληφθούν, για να τα πάνε στο γαμπρό. Στο τέλος η οικοδέσποινα τους έδινε και μια κότα ζωντανή. Αυτή θα την έσφαζαν και θα την έτρωγαν τα μπρατίμια μετά τον γάμο, κάποια άλλη μέρα. Στη συνέχεια μετέφεραν τα προικιά στο σπίτι του γαμπρού κι εκεί συνέχιζαν μαζί με τον γαμπρό και χωρίς τη νύφη το γλέντι μέχρι το πρωί.
Τα «μπρατίμια» ήταν στενοί φίλοι του γαμπρού από τα παιδικά χρόνια. Από την ηλικία αυτή διασκέδαζαν πάντα μαζί και αποτελούσαν μια κλειστή παρέα. Υπήρχε ισχυρός συναισθηματικός δεσμός μεταξύ τους, που διατηρούνταν μέχρι το τέλος της ζωής. Η λέξη μπράτιμος ήταν τίτλος τιμής, γι‘ αυτό δε φώναζε ο ένας τον άλλο με το όνομα του, αλλά με τη λέξη «μπράτιμος» και αλληλοβοηθούνταν στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Όλοι δε της παρέας συμμετείχαν στους γάμους των άλλων. Τα μπρατίμια είχαν κεντρικό ρόλο στο γάμο και από το κέφι τους πολλές φορές εξαρτάται η επιτυχής έκβαση του γάμου. Ήταν οι εμψυχωτές της διασκέδασης και έδιναν τον τόνο και το ρυθμό στο χορό. Κυριολεκτικά έκλεβαν την παράσταση.
Την Κυριακή το μεσημέρι γινόταν το τραπέζι των συγγενών στο σπίτι. Το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας αυτής του γάμου ήταν πρόβειο κρέας με φασόλια ή ρύζι Αργότερα, το απόγευμα, ο γαμπρός πήγαινε στην εκκλησία ενώ οι φίλοι του, τα μπρατίμια, στο σπίτι της νύφης, για να «μαντιλωθούν». Έβαζε δηλαδή η νύφη στις πλάτες τους ένα άσπρο μαντίλι και, αφού γινόταν αυτό, έβγαινε ένας – ένας από το σπίτι. Στην έξοδο στεκόταν οι φίλες της νύφης και τους «χτυπούσαν» στην πλάτη. Εκεί, γινόταν και καμιά παρεξήγηση, αν ο μπράτιμος ήταν κανένας οξύθυμος. Τότε ο καλύτερος φίλος του γαμπρού, ο «αρχιμπράτιμος» προσπαθούσε να βάλει το νυφικό γοβάκι στο πόδι της νύφης βάζοντας της και κάποια χρήματα. Εκείνη έλεγε πως δεν της χωράει, για να βάλει και άλλα χρήματα ο αρχιμπράτιμος.
Έπειτα, έπιναν ένα ποτηράκι κρασί, έτρωγαν μια κότα τηγανητή και στο τέλος χόρευαν μαζί με τη νύφη. Εκείνη πριν φύγει για την εκκλησία, έριχνε με γυρισμένη την πλάτη προς το σπίτι της ένα φλιτζάνι του καφέ πάνω στα κεραμίδια. Αυτό συμβόλιζε τη μη επιστροφή της κοπέλας στο πατρικό της.
Στη συνέχεια οι καλεσμένοι του γαμπρού και ο κουμπάρος πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να την πάρουν με μουσική και να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία. Στο δρόμο χόρευαν και τραγουδούσαν. Η παραμονή στο σπίτι της νύφης κρατούσε λίγο χρόνο. Τελούνταν διάφορα έθιμα, όπως κτυπήματα στα μάγουλα του γαμπρού από τις γυναίκες του συγγενικού περιβάλλοντος της νύφης όταν τοποθετούσαν το άσπρο μαντίλι στην πρόσθια τσέπη του σακακιού του γαμπρού, που μερικές φορές, αν τα κτυπήματα ήταν δυνατά, δημιουργούνταν παρεξηγήσεις!
Φθάνοντας στην εκκλησία γινόταν η τελετή του γάμου την οποία παρακολουθούσαν όλοι οι καλεσμένοι. Ωστόσο, ενώ μέσα στο ναό τελούνταν τα στεφανώματα, έξω στο προαύλιο της εκκλησίας συνεχίζονταν ο χορός. Μετά το τέλος του μυστηρίου ο γάμος με το νιόπαντρο ζευγάρι πορεύονταν προς το σπίτι του γαμπρού. Πολλές φορές η πομπή σταματούσε στην πλατεία και εκεί γινόταν ο πρώτος χορός του ζευγαριού μετά τα στεφανώματα. Στην πλατεία τότε συγκεντρώνονταν σχεδόν όλο το χωριό ιδιαίτερα όταν δεν υπήρχε άλλος γάμος – για να σχολιάσουν αν η νύφη ήταν «καλή» και όμορφη! Πρώτος χόρευε ο κουμπάρος και ακολουθούσε ο γαμπρός και η νύφη. Ήταν το αποκορύφωμα της χορευτικής διαδικασίας του γάμου. Τα όργανα έβαζαν όλη την τέχνη και τη δύναμή τους για να προκαλέσουν ενθουσιασμό και τα κεράσματα έπεφταν βροχή! Τα μπρατίμια όλα μαζί κτυπώντας παλαμάκια έδιναν ρυθμό στο χορό και φώναζαν κάθε φορά δυνατά το όνομα εκείνου και κερνούσαν σε αυτόν που έσερνε το χορό. Ο πρώτος χορευτής χαιρετούσε με κλίση της κεφαλής και ευχαριστούσε για το κέρασμα, που ήταν μεγάλη τιμή. Όλα τα κεράσματα ήταν στην μουσική κομπανία και, όταν ήταν χαρτονομίσματα <χοντρά>, τα κολλούσαν με σάλιο στο μέτωπο του κλαριτζή. Όταν χόρευε πρώτη η νύφη γίνονταν πραγματικός σεισμός. Από το συνωστισμό του κόσμου να κεράσουν τη νύφη ο χορός δεν προχωρούσε όπως και τα όργανα.
Μετά την τελετή πήγαιναν οι καλεσμένοι χαιρετούσαν το ζευγάρι και έδιναν χρήματα. Μετά το τέλος του χορού ο γάμος κατέληγε στο σπίτι του γαμπρού. Τη νύφη υποδέχονταν οι συγγενείς του γαμπρού και της έδιναν ένα μικρό παιδί, κατά προτίμηση αγόρι, που το φιλούσε πριν μπει στο σπίτι. Στην εξωτερική πόρτα , πατούσε ένα υνί ή σιδερένιο αντικείμενο και μετά οδηγούνταν στη καλή κάμαρα όπου κάθονταν οι μεγαλύτεροι συγγενείς του γαμπρού. Η νύφη, συνοδεία μιας κοπέλας που κρατούσε την τσάντα της, φιλούσε το χέρι τους και κείνοι τη φίλευαν με χρήματα για να μπορέσει το ζευγάρι να κάνει το ταξίδι τον μέλιτος! Η νύφη έδινε τα χρήματα στη συνοδό κι αυτή τα τοποθετούσε στην τσάντα. Και εδώ δημιουργούνταν παρεξηγήσεις για την εκλογή της κοπέλας που θα κρατούσε την τσάντα. Πριν από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο οι νιόπαντροι δεν ταξίδευαν και ο γάμος με τους χορούς και τα τραγούδια διαρκούσε μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Αργότερα καθιερώθηκε το γαμήλιο ταξίδι που γίνονταν σε κοντινές πόλεις και στην πρωτεύουσα. Έξω από το σπίτι του γαμπρού ο χορός συνεχίζονταν αλλά μόνο από τα μπρατίμια και τους συγγενείς του γαμπρού. Οι συγγενείς της νύφης (μπογτζιαρέοι) χόρευαν μόνο από μια φορά και αποχωρούσαν για τα σπίτια τους.
Όταν η νύφη ήταν από άλλο χωριό του κάμπου (ξενόχωρα) τότε ο γάμος πήγαινε στο χωριό της νύφης με τα όργανα, καβάλα στα κάρα. Μέτα τα στεφανώματα, στην επάνοδο, τα κάρα συναγωνίζονταν ποιο θα φθάσει πρώτο στο χωριό. Ενίοτε συνέβαιναν ατυχήματα από τις κόντρες των κάρων (από βλάβη του κάρου η κόπωση των αλόγων). Αργότερα το ρόλο των κάρων, τα τρακτέρ με τις πλατφόρμες. Εκτός από τις κόντρες των κάρων γίνονταν και ιππικοί αγώνες. Οι αγωνιζόμενοι ήταν χωριανοί του γαμπρού και η εκκίνηση δινόταν από το χωριό της νύφης. Τα άλογα με τους καβαλάρηδες έτρεχαν στον κάμπο και σε αυτόν που έφτανε πρώτος στο σπίτι του γαμπρού, όπου περίμενε πολύς κόσμος, το έπαθλο ήταν ένα μαντίλι για το άλογο και ένα μπουκάλι κρασί για τον αναβάτη.
τα στοιχεία είναι από εργασία παιδιών του Γυμνασίου Στεφανοβικείου.
Το προξενιό ήταν η διαδικασία μεσολάβησης ενός τρίτου ατόμου μεταξύ δύο οικογενειών με σκοπό τον γάμο των παιδιών τους. Κάποιος πήγαινε στο σπίτι της νύφης για να κάνει το προξενιό. Αν δέχονταν οι γονείς της, τότε οι γονείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και μιλούσαν για την προίκα.
Η προετοιμασία για όλους τους γάμους άρχιζε την Τρίτη. Το βράδυ της Τρίτης ο γαμπρός με κάποιους συγγενείς του πήγαινε σε τρία σπίτια το ένα από αυτά ήταν το σπίτι της νύφης για να πάρουν νερό από την τουλούμπα. Στο δρόμο τραγουδούσαν. Στα σπίτια που πήγαιναν να πάρουν νερό οι ένοικοι κρύβονταν στην αυλή τους και όταν τύχαινε να περάσει ο γαμπρός και οι συγγενείς του από μπροστά τους, τους έβρεχαν. Μετά όλοι μαζί πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού για να κοσκινίσουν το αλεύρι και να ζυμώσουν. Το ζύμωμα το έκανε μια ανύπαντρη κοπέλα και οι συγγενείς έριχναν στη σκάφη χρήματα. Τα χρήματα τα έπαιρνε η κοπέλα. Έθιμο ήταν ο γαμπρός να ρίχνει τη βέρα του στο αλεύρι και οι γύρω του να του ρίχνουν αλεύρι.
Για οκτώ μέρες ο γαμπρός δεν πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Επιτρέπονταν να πάει μόνο Τετάρτη και το Σάββατο, όπου γίνονταν ειδικές γιορτές. Αν περνούσε από το σπίτι τις επόμενες μέρες, οι συγγενείς της τον έβαφαν με κάρβουνο, «καρβούνης».
Το κάλεσμα στο γάμο γινόταν και από μέρος της νύφης και του γαμπρού. Ο γαμπρός και η νύφη έστελναν τους φίλους τους αντίστοιχα με τσίπουρο ή κρασί και προσκαλούσαν όλο το χωριό στον γάμο.
Την Τετάρτη το πρωί έφτιαχναν κουλούρες στο σπίτι του γαμπρού για τους κουμπάρους και τη νύφη. Την Τετάρτη λοιπόν είχαμε τους «κλουριάρηδες». Δηλαδή ο γαμπρός και κάποιοι συγγενείς του ( άντρες, γύρω στα πέντε άτομα). Πήγαιναν μία κουλούρα στον κουμπάρο ενώ τα πεθερικά πήγαιναν κουλούρα στη νύφη. Στην είσοδο του σπιτιού έκοβαν την κουλούρα ο πεθερός και η νύφη και όποιος έκοβε το μεγαλύτερο κομμάτι, αυτός είχε, υποτίθεται, και τη διοίκηση του σπιτιού.
Την Πέμπτη οι γυναίκες είχαν ετοιμασίες για την Παρασκευή λοιπόν, σχεδόν όλο το χωριό μαζευόταν όλο το χωριό για να δει την προίκα, ενώ οι φίλοι του γαμπρού, οι επονομαζόμενοι « βλάμηδες» ή «μπρατίμια» κάθονταν, έπιναν και τραγουδούσαν στο σπίτι της νύφης. Όταν πια όλοι τα είχαν δει, σηκώνονταν από το τραπέζι τα μπρατίμια και κουβαλούσαν σ’ ένα αυτοκίνητο την προίκα της νύφης, προσπαθούσαν να πάρουν και άλλα αντικείμενα από το σπίτι της νύφης, χωρίς να τους αντιληφθούν, για να τα πάνε στο γαμπρό. Στο τέλος η οικοδέσποινα τους έδινε και μια κότα ζωντανή. Αυτή θα την έσφαζαν και θα την έτρωγαν τα μπρατίμια μετά τον γάμο, κάποια άλλη μέρα. Στη συνέχεια μετέφεραν τα προικιά στο σπίτι του γαμπρού κι εκεί συνέχιζαν μαζί με τον γαμπρό και χωρίς τη νύφη το γλέντι μέχρι το πρωί.
Τα «μπρατίμια» ήταν στενοί φίλοι του γαμπρού από τα παιδικά χρόνια. Από την ηλικία αυτή διασκέδαζαν πάντα μαζί και αποτελούσαν μια κλειστή παρέα. Υπήρχε ισχυρός συναισθηματικός δεσμός μεταξύ τους, που διατηρούνταν μέχρι το τέλος της ζωής. Η λέξη μπράτιμος ήταν τίτλος τιμής, γι‘ αυτό δε φώναζε ο ένας τον άλλο με το όνομα του, αλλά με τη λέξη «μπράτιμος» και αλληλοβοηθούνταν στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Όλοι δε της παρέας συμμετείχαν στους γάμους των άλλων. Τα μπρατίμια είχαν κεντρικό ρόλο στο γάμο και από το κέφι τους πολλές φορές εξαρτάται η επιτυχής έκβαση του γάμου. Ήταν οι εμψυχωτές της διασκέδασης και έδιναν τον τόνο και το ρυθμό στο χορό. Κυριολεκτικά έκλεβαν την παράσταση.
Την Κυριακή το μεσημέρι γινόταν το τραπέζι των συγγενών στο σπίτι. Το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας αυτής του γάμου ήταν πρόβειο κρέας με φασόλια ή ρύζι Αργότερα, το απόγευμα, ο γαμπρός πήγαινε στην εκκλησία ενώ οι φίλοι του, τα μπρατίμια, στο σπίτι της νύφης, για να «μαντιλωθούν». Έβαζε δηλαδή η νύφη στις πλάτες τους ένα άσπρο μαντίλι και, αφού γινόταν αυτό, έβγαινε ένας – ένας από το σπίτι. Στην έξοδο στεκόταν οι φίλες της νύφης και τους «χτυπούσαν» στην πλάτη. Εκεί, γινόταν και καμιά παρεξήγηση, αν ο μπράτιμος ήταν κανένας οξύθυμος. Τότε ο καλύτερος φίλος του γαμπρού, ο «αρχιμπράτιμος» προσπαθούσε να βάλει το νυφικό γοβάκι στο πόδι της νύφης βάζοντας της και κάποια χρήματα. Εκείνη έλεγε πως δεν της χωράει, για να βάλει και άλλα χρήματα ο αρχιμπράτιμος.
Έπειτα, έπιναν ένα ποτηράκι κρασί, έτρωγαν μια κότα τηγανητή και στο τέλος χόρευαν μαζί με τη νύφη. Εκείνη πριν φύγει για την εκκλησία, έριχνε με γυρισμένη την πλάτη προς το σπίτι της ένα φλιτζάνι του καφέ πάνω στα κεραμίδια. Αυτό συμβόλιζε τη μη επιστροφή της κοπέλας στο πατρικό της.
Στη συνέχεια οι καλεσμένοι του γαμπρού και ο κουμπάρος πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να την πάρουν με μουσική και να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία. Στο δρόμο χόρευαν και τραγουδούσαν. Η παραμονή στο σπίτι της νύφης κρατούσε λίγο χρόνο. Τελούνταν διάφορα έθιμα, όπως κτυπήματα στα μάγουλα του γαμπρού από τις γυναίκες του συγγενικού περιβάλλοντος της νύφης όταν τοποθετούσαν το άσπρο μαντίλι στην πρόσθια τσέπη του σακακιού του γαμπρού, που μερικές φορές, αν τα κτυπήματα ήταν δυνατά, δημιουργούνταν παρεξηγήσεις!
Φθάνοντας στην εκκλησία γινόταν η τελετή του γάμου την οποία παρακολουθούσαν όλοι οι καλεσμένοι. Ωστόσο, ενώ μέσα στο ναό τελούνταν τα στεφανώματα, έξω στο προαύλιο της εκκλησίας συνεχίζονταν ο χορός. Μετά το τέλος του μυστηρίου ο γάμος με το νιόπαντρο ζευγάρι πορεύονταν προς το σπίτι του γαμπρού. Πολλές φορές η πομπή σταματούσε στην πλατεία και εκεί γινόταν ο πρώτος χορός του ζευγαριού μετά τα στεφανώματα. Στην πλατεία τότε συγκεντρώνονταν σχεδόν όλο το χωριό ιδιαίτερα όταν δεν υπήρχε άλλος γάμος – για να σχολιάσουν αν η νύφη ήταν «καλή» και όμορφη! Πρώτος χόρευε ο κουμπάρος και ακολουθούσε ο γαμπρός και η νύφη. Ήταν το αποκορύφωμα της χορευτικής διαδικασίας του γάμου. Τα όργανα έβαζαν όλη την τέχνη και τη δύναμή τους για να προκαλέσουν ενθουσιασμό και τα κεράσματα έπεφταν βροχή! Τα μπρατίμια όλα μαζί κτυπώντας παλαμάκια έδιναν ρυθμό στο χορό και φώναζαν κάθε φορά δυνατά το όνομα εκείνου και κερνούσαν σε αυτόν που έσερνε το χορό. Ο πρώτος χορευτής χαιρετούσε με κλίση της κεφαλής και ευχαριστούσε για το κέρασμα, που ήταν μεγάλη τιμή. Όλα τα κεράσματα ήταν στην μουσική κομπανία και, όταν ήταν χαρτονομίσματα <χοντρά>, τα κολλούσαν με σάλιο στο μέτωπο του κλαριτζή. Όταν χόρευε πρώτη η νύφη γίνονταν πραγματικός σεισμός. Από το συνωστισμό του κόσμου να κεράσουν τη νύφη ο χορός δεν προχωρούσε όπως και τα όργανα.
Μετά την τελετή πήγαιναν οι καλεσμένοι χαιρετούσαν το ζευγάρι και έδιναν χρήματα. Μετά το τέλος του χορού ο γάμος κατέληγε στο σπίτι του γαμπρού. Τη νύφη υποδέχονταν οι συγγενείς του γαμπρού και της έδιναν ένα μικρό παιδί, κατά προτίμηση αγόρι, που το φιλούσε πριν μπει στο σπίτι. Στην εξωτερική πόρτα , πατούσε ένα υνί ή σιδερένιο αντικείμενο και μετά οδηγούνταν στη καλή κάμαρα όπου κάθονταν οι μεγαλύτεροι συγγενείς του γαμπρού. Η νύφη, συνοδεία μιας κοπέλας που κρατούσε την τσάντα της, φιλούσε το χέρι τους και κείνοι τη φίλευαν με χρήματα για να μπορέσει το ζευγάρι να κάνει το ταξίδι τον μέλιτος! Η νύφη έδινε τα χρήματα στη συνοδό κι αυτή τα τοποθετούσε στην τσάντα. Και εδώ δημιουργούνταν παρεξηγήσεις για την εκλογή της κοπέλας που θα κρατούσε την τσάντα. Πριν από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο οι νιόπαντροι δεν ταξίδευαν και ο γάμος με τους χορούς και τα τραγούδια διαρκούσε μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Αργότερα καθιερώθηκε το γαμήλιο ταξίδι που γίνονταν σε κοντινές πόλεις και στην πρωτεύουσα. Έξω από το σπίτι του γαμπρού ο χορός συνεχίζονταν αλλά μόνο από τα μπρατίμια και τους συγγενείς του γαμπρού. Οι συγγενείς της νύφης (μπογτζιαρέοι) χόρευαν μόνο από μια φορά και αποχωρούσαν για τα σπίτια τους.
Όταν η νύφη ήταν από άλλο χωριό του κάμπου (ξενόχωρα) τότε ο γάμος πήγαινε στο χωριό της νύφης με τα όργανα, καβάλα στα κάρα. Μέτα τα στεφανώματα, στην επάνοδο, τα κάρα συναγωνίζονταν ποιο θα φθάσει πρώτο στο χωριό. Ενίοτε συνέβαιναν ατυχήματα από τις κόντρες των κάρων (από βλάβη του κάρου η κόπωση των αλόγων). Αργότερα το ρόλο των κάρων, τα τρακτέρ με τις πλατφόρμες. Εκτός από τις κόντρες των κάρων γίνονταν και ιππικοί αγώνες. Οι αγωνιζόμενοι ήταν χωριανοί του γαμπρού και η εκκίνηση δινόταν από το χωριό της νύφης. Τα άλογα με τους καβαλάρηδες έτρεχαν στον κάμπο και σε αυτόν που έφτανε πρώτος στο σπίτι του γαμπρού, όπου περίμενε πολύς κόσμος, το έπαθλο ήταν ένα μαντίλι για το άλογο και ένα μπουκάλι κρασί για τον αναβάτη.
τα στοιχεία είναι από εργασία παιδιών του Γυμνασίου Στεφανοβικείου.